ἐλευθεριάζοντα

ἐλευθεριάζοντα
ἐλευθεριάζω
speak
pres part act neut nom/voc/acc pl
ἐλευθεριάζω
speak
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μέδικοι — (Medici). Μεγάλη οικογένεια της Φλωρεντίας. Από τις αρχές της συγκρότησής της επιδόθηκε στο εμπόριο και στις αρχές του 13oυ αι. η δραστηριότητά της εξαπλώθηκε επίσης στον εμπορικό δανεισμό, προπάντων μετά τη μεγάλη τραπεζική κρίση της Φλωρεντίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”